- λανθασμένος
- -η, -ο (Μ λανθασμένος, -η, -ον)βλ. λανθάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
ανακριβής — ες (Μ ἀνακριβής) ο μη ακριβής, ο μη σύμφωνος προς την αλήθεια, σφαλερός, λανθασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀκριβής. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακρίβεια] … Dictionary of Greek
απατηλός — ή, ό (AM ἀπατηλός, ή, όν) 1. πανούργος, δόλιος, ψεύτικος 2. σφαλερός, λανθασμένος … Dictionary of Greek
θερμόαιμος — η, ο 1. ζωηρός 2. ευέξαπτος, ευερέθιστος 3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές τού εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τού σώματος τους, αντί τού ορθού ομοιόθερμος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παράτονος — η, ο / παράτονος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό 2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος 3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού… … Dictionary of Greek
παρατονία — η μουσ. η ιδιότητα τού παράτονου, μουσική παραφωνία, λανθασμένος τόνος φωνής, κν. φάλτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράτονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παρατονισμός — ο ο λανθασμένος, ο ανακριβής τονισμός μιας λέξης, ο τονισμός σε άλλη συλλαβή από εκείνην που πραγματικά δέχεται τον τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek
σφαλερός — ή, ό / σφαλερός, ά, όν, ΝΜΑ νεοελλ. εσφαλμένος, λανθασμένος μσν. αρχ. 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός 2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.) 3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν»,… … Dictionary of Greek